-
1 πολυπενθής
πολυ-πενθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπενθής
-
2 πολυπενθής
πολυ - πενθής, ές: much - mourning, deeply mournful, Il. 9.563, Od. 23.15.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυπενθής
См. также в других словарях:
πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… … Dictionary of Greek
μεγαλοπενθής — μεγαλοπενθής, ές (Α) πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek